Νέα πρόσωπα: Κίρκη Καραλή

PACIFIC-SUN

Η Κίρκη Καραλή είναι από τα πρόσωπα του καλλιτεχνικού χώρου που ήρθαν, θα μείνουν και θα ταράξουν τα νερά. Δεν ακολουθεί τα «σίγουρα». Με την τόλμη και την φαντασία που την διακατέχουν ρισκάρει και κερδίζει τα στοιχήματα. Σκηνοθετεί την «Γκάμπυ» στο θέατρο Κιβωτός.

Πως ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
Προσπαθώντας να θυµηθώ ποιες ήταν οι πρώτες εικόνες της ζωής µου, συνήθως καταλήγω σε µια φωτεινή λάµπα που γράφει «on air» ή κάτι παρόµοιο. Πρόκειται για την ένδειξη,  που βρίσκεται εξωτερικά των στούντιο και σου απαγορεύει να µπεις, γιατί εκείνη τη στιγµή κάποιο πρόγραµµα είναι «στον αέρα» ή γίνεται εγγραφή. Με δύο γονείς δηµοσιογράφους, βρισκόµουν συχνότερα σε γραφεία εφηµερίδων, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθµών, παρά σε παιδότοπους. Συνήθως, όταν κουραζόµουν από το τρεχαλητό, τις ζωγραφιές και τις ενοχλήσεις των µεγάλων, προσπαθώντας να βρω τους δικούς µου, έπεφτα σ’ αυτό το «on air». Το λες και τραύµα… Αλλά µέσα στα πολλαπλά ερεθίσµατα που σου προσφέρει ένα τέτοιο περιβάλλον, µάλλον ήταν για καλό. Γιατί βλέποντας την «απογοητευτική» φωτεινή ένδειξη, έπρεπε πάλι να ανακαλύψω κάτι καινούριο να ασχοληθώ. Μέσα σ’ αυτό το χάος ερεθισµάτων, συναντούσα, ως παιδί, πολλές προσωπικότητες, διάσηµες ή όχι, που όριζαν µέσα µου αυτό που λένε «ο καθένας µε την τρέλα του». Μια εξοικείωση, καθ’ όλα χρήσιµη, στον κόσµο των τεχνών και της ζωής.

Το θέατρο σε ποια ηλικία µπήκε στη ζωή σου;
Τις πρώτες φορές που επισκέφθηκα κάποια στούντιο του ραδιοµεγάρου της ΕΡΤ, που είχαν τότε πολλά θεατρικής αισθητικής σκηνικά, θυµάµαι πως ένιωσα µια έξαψη, κάτι σαν φόβο µαζί µε γοητεία. Στην πρώτη παιδική θεατρική παράσταση που παρακολούθησα, είχα ακριβώς το ίδιο, ξεχωριστό αίσθηµα. Την πρώτη φορά που βρέθηκα σε κάποιο υπόγειο ενός «µεγαλίστικου» θεάτρου, αν και ήµουν 7 χρονών, το έβλεπα όλη νύχτα στον ύπνο µου. Πάντα κάτι µε κέντριζε και πάντα το απέφευγα. Ως έφηβη, βρέθηκα σε έναν σχολικό θεατρικό όµιλο, µε µια σπουδαία δασκάλα, που βάζοντάς µε στην ατµόσφαιρα προβών, παρασκηνίων και σκηνής, έφερε µια πρακτική εικόνα των όσων στην  φαντασία µου έµοιαζαν απρόσιτα και τροµερά ως τότε. Οριστικά, µπήκε στη ζωή µου όταν αποφάσισα να µπω στο Τµήµα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. Ήταν ένας συµβιβασµός µε το ασυνείδητό µου.

Στα χρόνια του σχολείου είχες κατασταλάξει στην εγκληµατολογία.
Αρχικά ήθελα να γίνω αστροναύτης! Τι πρωτότυπο, θα µου πεις. Μετά βιολόγος και στο, τέλος του Λυκείου, εγκληµατολόγος. Ό,τι είχε έρευνα, ανακάλυψη, µυστήριο και κάποιας µορφής εµπλοκή της φαντασίας, µε ερέθιζε. Και τώρα ακόµη θα µου άρεσε να είχα το χρόνο να σπουδάσω κάτι απ’ τα δύο τελευταία. Αστροναύτης δεν µπορώ να γίνω, αλλά σε αυτά τα καλέσµατα που κάνουν για άλλους πλανήτες, δεν αποκλείεται να λάβω µέρος.

Γιατί σκηνοθέτης και όχι ηθοποιός;  Μήπως φοβάσαι την υπερέκθεση του ηθοποιού πάνω στη σκηνή;
Δεν µου άσκησε ποτέ τόση γοητεία το µπροστά από τα φώτα, όσο το πίσω απ’ αυτά. Στη σχολή, η βασική µου κατεύθυνση ήταν της Υποκριτικής. Τη διάλεξα συνειδητά, ώστε να βοηθηθώ στο κοµµάτι της σκηνοθεσίας. Το να φαντασιώνεσαι έναν εντελώς νέο κόσµο, µια µικρογραφία 2 ωρών ζωής, µε όρους, κανόνες, γλώσσα, ρυθµό, χρώµα, ένταση και λοιπά άλλα χαρακτηριστικά δικής σου έµπνευσης και «εξουσίας», τα οποία παλεύεις να τα κάνεις πράξη, µου φαίνεται συγκλονιστικό ως διαδικασία έκφρασης, είτε είναι λειτουργικό εν τέλει, είτε όχι. Ο ηθοποιός, κατά την ταπεινή µου άποψη, εκτίθεται σε µικρότερο ποσοστό από έναν σκηνοθέτη. Στον ηθοποιό, αν τα τεχνικά του µέσα (σώµα, φωνή) είναι δουλεµένα, δεν καταλογίζεις ποτέ συνολικά την αποτυχία, ας πούµε, ενός έργου. Η έκθεσή του, εφόσον εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ρόλου που (…αν ακούει τον σκηνοθέτη του) συνεπάγεται πως ακολουθεί οδηγίες, είναι µια έκθεση επίπλαστη και µε σαφή όρια. Οι αποφάσεις του σκηνοθέτη βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο της κριτικής του θεατή, συνειδητά ή όχι, και τον εκθέτουν ολοκληρωτικά.

ΓΚΑΜΠΥ

 

Έχεις σκηνοθετήσει αρκετές παραστάσεις και καταπιάνεσαι κάθε φορά µε διαφορετικό θέµα. Φέτος σκηνοθετείς την παράσταση «Γκάµπυ» στο θέατρο Κιβωτός. Με ποιο τρόπο επιλέγεις την θεµατολογία κάθε παράστασης;
Ανάµεσα στις διάφορες ιδέες που µου έρχονται κατά καιρούς, υπάρχει πάντα µια που για κάποιους λόγους υπερισχύει. Μπορεί να είναι εντελώς προσωπικός λόγος, µπορεί να είναι ζήτηµα οικονοµικό και παραγωγής (π.χ. ανάγκη για µόνο δύο ηθοποιούς), ή µπορεί κάτι να κάνει µια ιδέα πιο ταιριαστή σε µια χρονική συγκυρία. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή βασίζεται σε κάτι που µ’ ενδιαφέρει πολύ, κάτι που θα ήθελα να αναλύσω ως θέµα, µέσα από τη διαδικασία της προετοιµασίας της παράστασης και, απ’ την άλλη, κάτι που θα επέλεγα να παρακολουθήσω αν βρισκόµουν απ’ την πλευρά του θεατή. Δεν θα καταπιαστώ, για παράδειγµα, µε τον Ίψεν, επειδή φέτος είναι «µόδα» ο Ίψεν κι ούτε θα σκεφτώ να κάνω ένα µιούζικαλ, επειδή ο κόσµος θέλει φέτος να ξεσκάσει.

Ποια είναι η ιστορία της «Γκάµπυ» και ποια η υπόθεση της παράστασης;
Η Γκάµπυ είναι µια ηρωίδα που εµπνευστήκαµε µαζί µε την Αναστασία Τζέλλου, διαβάζοντας το κείµενο «Η ζωή µου» της θρυλικής εταίρας Γαβριέλλας Ουσάκοβα, καθώς επίσης χρονογραφήµατα του Νίκου Τσιφόρου, µε ήρωες και ατµόσφαιρα, µιας Αθήνας που δεν υπάρχει πια. Προσθέτοντας στοιχεία µυθοπλασίας, διατρέχουµε τη ζωή µιας γυναίκας, που γεννήθηκε στη Ρωσία περίπου το 1920, έφθασε στην Αθήνα του µεσοπολέµου και προσπαθώντας να ξεφύγει από κάθε καταπιεστικό –όπως τον αισθανόταν- δεσµό (οικογένεια, αφεντικά και έρωτες), αποφασίζει να βγάλει χρήµατα προσφέροντας το κορµί της. Η ιστορία της µοιάζει να σπάει τα στερεότυπα, αφού από κορίτσι αριστοκρατικής καταγωγής, πλούσιας οικογένειας, µε τρόπους, γαλλικά και πιάνο, µάλλον δύσκολα περιµένεις µια τέτοια επιλογή καριέρας. Επαγγελµατίας ως το µεδούλι, µε διάθεση προσφοράς χρηµάτων και υλικών αγαθών σε όσους το έχουν ανάγκη, αλλά και µε αντιστασιακή δράση στην Κατοχή, η µορφή αυτής της γυναίκας είναι αξιοπρόσεκτα ενδιαφέρουσα και αντιφατική. Συγχρόνως, το παρασκήνιο ενός τέτοιου επαγγέλµατος (καθόλου πρόστυχο) αλλά και το «παρασκήνιο» της ψυχολογικής της υπόστασης (έρωτες, αγάπες, πάθη, αδυναµίες, προδοσίες), φωτίζουν µε έναν διαφορετικό, ελπίζω, τρόπο κάτι που συνηθίζουµε να έχουµε στο µυαλό µας κάπως «αλλιώς». Στην παράστασή µας, ο µικρός εαυτός της Γκάµπυ (Λίλα Μπακλέση) και ο µεγάλος (Χρήστος Σιμαρδάνης), συναντούν µια νύχτα του ’60 τη µεσαία (Γωγώ Μπρέµπου) στο σπίτι της. Και κάπως έτσι ξεκινάει η ανασκόπηση µιας ζωής, που πάει πότε µπρος και πότε πίσω.

Φοβήθηκες καθόλου τυχόν αντιδράσεις για το θέµα;
Ευτυχώς δεν είµαστε τόσο συντηρητική κοινωνία που να αντιδρούµε αρνητικά σε µια τέτοια θεµατολογία. Άλλωστε, έχ0υν ανέβει αρκετές παραστάσεις στις θεατρικές σκηνές µας, που πραγµατεύονταν ζωές περιθωριακές ή ελευθέρων ηθών. Ο µόνος µου φόβος, προτού καταλήξω στη «Γκάµπυ» ήταν αυτό το «πάλι η ζωή µιας πόρνης στο θέατρο…», που θα µπορούσε να σκεφτεί κάποιος πριν δει την παράσταση. Νοµίζω πως και η ηρωΐδα και η σκηνική διαχείριση της ιστορίας, εκπέµπουν τρυφερότητα και προτροπή σε ταύτιση, ώστε κάθε «ταµπέλα» να µοιάζει περιττή. Η ζωή της Γκάµπυ, χωρίς κάποιες λεπτοµέρειες, θα µπορούσε να είναι η ζωή µιας άλλης αντισυµβατικής για την εποχή της γυναίκας, που αγαπήθηκε απ’ τους άντρες και που πρόσφερε µε πολλαπλούς τρόπους για το κοινό καλό.

ΓΚΑΜΠΥ

Υπάρχουν κοινά της δεκαετίας του ’60 µε σήµερα;
Χωρίς να την έχω ζήσει κι έχοντας µόνο διαβάσει γι’ αυτήν, µάλλον έχω µια εξιδανικευµένη εικόνα της στο µυαλό µου. Ναι, είχε έντονα χρώµατα, όµορφα ρούχα, ξέφρενους ρυθµούς, πιο νόστιµα φαγητά και περισσότερο φλερτ. Είχε, όµως, µέσα στον αισθητικό παροξυσµό της, κι ένα καζάνι που έβραζε σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Δεν ξέρω αν υπάρχουν εποχές στην πρόσφατη Ιστορία, βέβαια, που το καζάνι σταµάτησε να βράζει αλλά, για αδιευκρίνιστο λόγο, αισθάνοµαι πως ισχύει αυτό που λένε «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Δεν είµαι σε θέση να αναλύσω τα κοινά σηµεία των δύο περιόδων. Θα σου πω, όµως, µια ενδιαφέρουσα πληροφορία που πήρα, διαβάζοντας για το ελληνικό µιούζικαλ σε διάφορες περιόδους. Η µεγάλη ακµή του εντοπίζεται σε 4 περιόδους: στην περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής, στην περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέµου, στην περίοδο 1963-1970 και στην περίοδο της (δικής µας) οικονοµικής κρίσης. Αν υπάρχει, λοιπόν, κάτι κοινό, στο ελληνικό θέαµα και στην ελληνική ψυχή εν γένει, κατά τις περιόδους κρίσης, κοινωνικής πίεσης και αναταραχής, αυτό είναι µια µόνιµη διάθεση φυγής, ταξιδιού και ονείρου, που µας παίρνει µε µουσικές και φαντασµαγορίες, για µερικά λεπτά σε έναν άλλο κόσµο, πιο χαµογελαστό. Κάτι σα ναρκωτικό.

Συγχρόνως διοικείς και την εταιρεία BrainCo. Ποιο είναι το αντικείµενο της;
Η BrainCo, ανάµεσα στις πολλαπλές υπηρεσίες της, έχει δουλέψει πάρα πολύ, τα τελευταία χρόνια, το κοµµάτι της επικοινωνίας και των δηµοσίων σχέσεων σε καλλιτεχνικές/πολιτιστικές εκδηλώσεις και κυρίως σε ό,τι αφορά στο θέατρο. Με απεύθυνση στο σύνολο των ΜΜΕ, καταφέρνει να κάνει γνωστές τις δουλειές νέων καλλιτεχνών, αλλά και να προσελκύσει το κοινό που αντιστοιχεί σε κάθε θέαµα, όσο γνωστά κι αν είναι τα πρόσωπα που συµµετέχουν σε αυτό, µε βάση το θέµα και τους συντελεστές του. Το µόνο κακό µε τη BrainCo είναι πως όλοι όσοι δουλεύουµε σ’ αυτήν, παίρνουµε τόσο προσωπικά την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, που µοιάζουν µε στοιχήµατα, τα οποία για να µην χάσουµε, θα χάσουµε τελικά τον ύπνο µας!

Ποια είναι η άποψή σου για το ελληνικό θέατρο; Κάθε χρόνο ανεβαίνουν περίπου 980 παραστάσεις. Το θεωρείς υπερβολικό;
Είναι το καλύτερο του κόσµου! Δεν κάνω εντελώς πλάκα. Αν είχαµε χρήµατα και τεχνικά µέσα αντίστοιχα κάποιων ξένων παραγωγών, πιστεύω ότι θα ήταν! Έχουµε συγκλονιστικούς ηθοποιούς, µε αίσθηµα, δύναµη, θέληση, σκηνικό βάρος και εύρος, που αντίστοιχούς τους βρίσκεις λιγότερους αναλογικά στο εξωτερικό. Επίσης, οι οικονοµικές δυσκολίες και το γεγονός πως το κεφάλι µας έχει µπει στη διαδικασία να προσαρµόζεται σε αυτά που έχει, µας κάνει πολύ πιο ευρηµατικούς και «έξυπνους» ως προς τις λύσεις σκηνοθεσίας, σκηνογραφίας, φωτισµού κ.λ.π.  Απ’ την άλλη, το θεατρόφιλο κοινό είναι φοβερά απαιτητικό. Με την υπερέκθεσή του σε τόσα θεατρικά δρώµενα, έχει οξύνει το κριτήριό του, τόσο που δύσκολα το κερδίζεις κι ακόµη πιο δύσκολα το εντυπωσιάζεις. Με την ανάγκη έκφρασης και δηµιουργίας στο αποκορύφωµά της και την ταυτόχρονη απουσία πολλών υπερπαραγωγών που θα µπορούσαν να απορροφήσουν πολλούς καλλιτέχνες, φυσικά και η υπερπροσφορά παραστάσεων είναι πράγµα αναπόφευκτο. Ανάµεσα σε αυτές, θα βρει κανείς πολλές προχειροδουλειές, πολλές εµπνευσµένες και µερικά αριστουργήµατα. Κι όλα αυτά συµβαίνουν ανεξαρτήτως µικρής ή µεγάλης παραγωγής, γνωστών ή όχι συντελεστών. Μπορεί να δεις στην πιο ακριβή παραγωγή της Αθήνας να συµβαίνει τερατούργηµα και στο σκοτεινό υπόγειο των 20 θέσεων, να συντελείται ένα θαύµα. Τόσο για τους καλλιτέχνες, όσο και για τους θεατές, είναι ένα παιχνίδι µε ρίσκο.

Τι θα έπρεπε να αλλάξει στο θέατρο;
Απ’ την πλευρά του κράτους, θα έλεγα πως οι επιχορηγήσεις είναι βασική ανάγκη σε µια πολιτισµένη χώρα, αλλά όταν τα νοσοκοµεία δεν έχουν γάζες, δεν µπορείς να συζητάς για προσφορά χρηµάτων στο θέατρο. Όµως, αν κάποια κυβέρνηση, ήθελε να στηρίξει τους δηµιουργούς και, µαζί, τον πολιτισµό, που αντιστοιχεί σε κεφαλαιώδη αξία για την «υγεία» και την παιδεία των πολιτών,  θα µπορούσε τουλάχιστον να επέµβει στη γραφειοκρατία και τη φορολογία των καλλιτεχνικών επαγγελµάτων και προϊόντων. Μειώνοντας τις δυσκολίες και τα έξοδα, το επίπεδο αξιοπρέπειας των παραγωγών µας θα αυξανόταν ραγδαία.

Απ’ την πλευρά των παραγωγών και σκηνοθετών, αυτό που θα ήθελα να δω είναι τόλµη, ρίσκο και φαντασία. Οι περισσότεροι κινούνται µε λύσεις σίγουρες, που το θέµα και η λάµψη θα τους φέρει ένα µίνιµουµ θεατών µέσα στην αίθουσα, χωρίς να έχει να προτείνει κάτι πέρα απ’ αυτό. Απ’ την άλλη, ο συντηρητισµός µας απέναντι σε κάποια κείµενα (είτε δραµατουργικά είτε σκηνοθετικά), είναι τέτοιος που δεν µας αφήνει να δοκιµάσουµε µια τρέλα, η οποία, στον καλλιτεχνικό χώρο, όχι µόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται.

Ως προς τους ηθοποιούς, ελπίζω σε µια βελτιωµένη «νέα γενιά», που αγωνιά µε αλληλεγγύη και πάθος για το καλλιτεχνικό αποτέλεσµα µιας οµάδας. Μακριά από βεντετιλίκια, από πισώπλατα µαχαιρώµατα και ανταγωνισµούς, τα νέα παιδιά καταλαβαίνουν ότι το αποτέλεσµα, θετικό ή αρνητικό,  κρίνεται απ’ τη συνεργασία και όχι απ’ τον καθένα ξεχωριστά. Φυσικά, ελπίζω και σε ένα ακόµη καλύτερο πεδίο εκπαίδευσης των ηθοποιών, αφού τώρα, πολλοί απ’ αυτούς τρέχουν από ωδεία, µπαλέτα, µέχρι σεµινάρια, προκειµένου να κερδίσουν ένα έδαφος που για του ξένους θα ήταν κερδισµένο από την πρώτη χρονιά µιας δραµατικής σχολής.

Τέλος, ως προς το προπαρασκευαστικό στάδιο ενός θεατρικού επαγγέλµατος, θα ήθελα οι σχολικοί δάσκαλοι να ξεκαθαρίζουν ορισµένα πράγµατα στους µαθητές που δείχνουν καλλιτεχνική προδιάθεση στην απόφαση των σπουδών τους. Είναι µερικά παιδιά, που θαµπωµένα απ’ την λάµψη του χώρου, οδηγούνται σε µια επίπονη διαδικασία απόρριψης, όταν µαταιώνονται οι επιδιώξεις τους. Ο σχολικός επαγγελµατικός προσδιορισµός,  θα µπορούσε να σώσει πολλούς επίδοξους καλλιτέχνες και να τους γλιτώσει από χαµένο χρόνο.

Πάντως, αν ήµουν µάγος, θα έκλεινα για ένα µήνα τα θέατρα, τους κινηµατογράφους, τα µουσεία, τις βιβλιοθήκες και ό,τι παράγει πολιτισµό σε όλον τον κόσµο. Μόνο έτσι θα µπορούσα να αποδείξω τη ζωτικής σηµασίας αξία του. Με µια επιτηδευµένη αποχή, για περιορισµένο διάστηµα, ώστε οι παρενέργειες να γίνουν ίσα ίσα εµφανείς. Ένα είδος «τροµοκρατικού χτυπήµατος» που θα µας έκανε να συνειδητοποιήσουµε τη δύναµη µιας αξίας της κοινωνίας µας, εξισορροπητικής, εκπαιδευτικής και, βεβαίως, ψυχαγωγικής.

Μελλοντικά σχέδια;
Πρώτα πρώτα θα µ’ ενδιέφερε να µπορέσει να ταξιδέψει η «Γκάµπυ» και εκτός Αθήνας. Είναι δύσκολο, αλλά ποιος ξέρει. Τα επόµενα σχέδια είναι γραµµένα σε σελίδες τετραδίων, σε δύο λίστες. Μια που περιλαµβάνει τα έργα µε τα οποία θέλω να ασχοληθώ και µία µε τους ανθρώπους που θα ήθελα να συνεργαστώ. Με την πρώτη αντιστοιχία της µίας στήλης µε την άλλη, θα έχουµε και την έναρξη της πραγµατοποίησης µιας επόµενης ιδέας.

Μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις στο Google News! Ακολουθήστε τους λογαριασμούς μας σε Facebook, Twitter και Viber!

Αφήστε μία απάντηση

εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλούμε προσθέστε το όνομά σας

29,502ΥποστηρικτέςΚάντε Like
650ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
323ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής