ΕΛΣΤΑΤ: Περιορίστηκαν οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών

PACIFIC-SUN

Για ακόμη μία χρονιά, το 2015, περιορίστηκαν οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Η μέση μηνιαία δαπάνη ανήλθε στα 1.419,57 ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση 2,8% ή 40,95 ευρώ, σε σύγκριση με το 2014. Σε
πραγματικούς όρους, η μέση μηνιαία δαπάνη μειώθηκε κατά 1,2% ή 16,82 ευρώ, λόγω της
επίδρασης του πληθωρισμού.

Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αφορά στα είδη διατροφής (20,7%) και ακολουθούν η στέγαση (13,3%) και οι μεταφορές (12,8%), ενώ οι υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχούν στο μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,3%).

Σε σχέση µε την προηγούμενη έρευνα (2014), η μεγαλύτερη μεταβολή δαπανών (μείωση 8,6%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά, ενώ ακολουθούν η δαπάνη για εκπαίδευση (μείωση 8,1%) και τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (μείωση 5,3%).

Οι έντεκα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών παρουσιάζουν μείωση (µε τη μικρότερη της τάξεως του 1,1% στην αναψυχή και τον πολιτισμό). Η μόνη κατηγορία για την οποία παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης είναι η υγεία (1,2%).

Όσον αφορά στις δαπάνες στα είδη διατροφής, σε σχέση µε την προηγούμενη έρευνα (2014) παρατηρείτε μείωση (τρέχουσες τιμές), για καφέ, τσάι και κακάο (7%), μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμούς φρούτων και λαχανικών (5,3%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (5%), αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (4,6%), κρέας (3,7%), ψάρια (2%) και φρούτα (0,6%), ενώ παρατηρείται αύξηση για τα λοιπά είδη διατροφής (24%). Το μεγάλο ποσοστό της μεταβολής στην τελευταία κατηγορία έχει προκύψει από τη συµπερίληψη αγαθών από τις λοιπές κατηγορίες ειδών διατροφής, όπως ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κ.λπ. (5,9%), λαχανικά (0,7%) και λίπη και έλαια (0,6%).

Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.189,50 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.493,67 ευρώ. Επομένως, τα
νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο, όρο 20,4% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.

Την περίοδο 2010- 2015 το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών επί του συνολικού οικογενειακού προϋπολογισμού αφορά σε είδη διατροφής και κυμαίνεται από 18% το 2010 έως 20,7% το 2015. Την ίδια περίοδο, συνεχής είναι η μείωση των δαπανών για διαρκή αγαθά, ως ποσοστό επί του οικογενειακού προϋπολογισμού, από 6,7% το 2010 σε 4,7% το 2015, καθώς και των διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών από 10,4% το 2010 σε 9% το 2015.

Μεταξύ των ετών 2014 και 2015, μείωση παρουσιάζουν οι μηνιαίες ποσότητες ειδών διατροφής και οινοπνευματωδών ποτών και καπνού, που αφορούν σε τσιγάρα (8%), ψάρια (6,5%), τυρί (5,4%), ελαιόλαδο (5,1%), γάλα (2,8%), φρέσκα και συντηρημένα φρούτα και ξηρούς καρπούς (2,4%) φρέσκα και συντηρημένα λαχανικά (1,4%), κρέας (1,0%) και ψωμί και προϊόντα αρτοποιίας (0,2%), ενώ αύξηση παρουσιάζουν οι μηνιαίες ποσότητες που αφορούν σε ζυμαρικά (4,9%), γιαούρτι (3,8%), οινοπνευματώδη ποτά (2,1%) και ρύζι (0,8%). Αμετάβλητη είναι η μέση μηνιαία ποσότητα των αυγών. Η μέση μηνιαία ποσότητα υγρών καυσίμων, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία αυξήθηκε κατά 39,2%, 7,1% και 4,1 αντίστοιχα, ενώ η μέση μηνιαία ποσότητα στερεών καυσίμων (καυσόξυλα, πέλλετ, πυρήνας κλπ.) και υγραερίου μειώθηκε κατά 11,8 % και 5,2%, αντίστοιχα.

Από τα στοιχεία της έρευνας, προκύπτει επίσης ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:
• Τηλεόραση (99,6%)
• Κινητό τηλέφωνο (90,1%)
• Σταθερό τηλέφωνο (87,4%)
• Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ (66%)
• Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή (65,5%)
• Πλυντήριο πιάτων (36,5%)
• Καταψύκτη (29,1%)
• Δεύτερη κατοικία (16.6%) και
• Κλειστό χώρο στάθμευσης (13,2%)

και χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 39,8%.

Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,6 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (ίδια τιµή και για το 2014). Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 31,3% των δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 14,2%.

O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 19,7% του πληθυσμού της χώρας, όταν λαμβάνεται υπόψη µόνο η ισοδύναμη δαπάνη µε τρόπο κτήσεως την αγορά (20,6% το 2014), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,2% (14,0% το 2014), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον
εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, µη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κλπ.

Εξετάζοντας τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη, σε Ελλάδα, Ιταλία και Βουλγαρία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών (τρέχουσες τιμές) του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Τα πρότυπα διαφέρουν για τη ∆ανία, Ισπανία και Νορβηγία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για τη Βρετανία οι δαπάνες στις μεταφορές.

Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,2% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Νορβηγία έως 3,3% στην Ελλάδα. Παράλληλα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,5% και 6,5 % του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.

Μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις στο Google News! Ακολουθήστε τους λογαριασμούς μας σε Facebook, Twitter και Viber!

Αφήστε μία απάντηση

εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλούμε προσθέστε το όνομά σας

29,243ΥποστηρικτέςΚάντε Like
650ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
318ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής