Στα πρότυπα της «Vor v Zakone» δρούσε η σπείρα των Γεωργιανών

Είκοσι μια συλλήψεις μελών του κυκλώματος είναι ο απολογισμός της εκτεταμένης και οργανωμένης αστυνομικής επιχείρησης, που πραγματοποιήθηκε πρωινές ώρες χθες σε πανελλαδικό επίπεδο. Πρόκειται για δεκαοκτώ άτομα, ηλικίας από 24 έως 64 ετών, ενώ συγκατηγορούμενοι τυγχάνουν είκοσι δύο ακόμα άτομα, πέντε εκ των οποίων είναι έγκλειστα σε καταστήματα κράτησης της επικράτειας.

PACIFIC-SUN

Αναλυτικότερα στην επιχείρηση που οργανώθηκε, συμμετείχαν αστυνομικοί των Τμημάτων Ασφαλείας της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Βορειοανατολικής Αττικής, των Ομάδων Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας του Τμήματος Ασφαλείας Τρικάλων και του Αστυνομικού Τμήματος Πάρου Κυκλάδων.

Από τη μέχρι στιγμής έρευνα, που βασίστηκε στη συνδυαστική μελέτη και ανάλυση στοιχείων, προέκυψε ότι τα ανωτέρω άτομα τουλάχιστον από τα μέσα του 2017 είχαν συστήσει και ενταχθεί σε εγκληματικό δίκτυο, το οποίο προέβαινε σε κατ’ επάγγελμα κλοπές – διαρρήξεις σε οικίες σε διάφορες περιοχές, κυρίως της Βορειοανατολικής Αττικής.

Από τα μέχρι στιγμής στοιχεία, τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων φαίνεται να ενέχονται σε εβδομήντα περιπτώσεις κλοπών – διαρρήξεων, μιας ένοπλης ληστείας με αρπαγή, καθώς και σε περιπτώσεις αποθήκευσης και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, ενώ ερευνάται ακόμα η συμμετοχή τους και σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις.

Κύρια χαρακτηριστικά των μελών ήταν η διατήρηση διαπροσωπικών σχέσεων και διασυνδέσεων μεταξύ των μελών καθώς και η διαρκή δράση και τήρηση δομής και ιεραρχίας, σύμφωνα με πρότυπα της γεωργιανής μαφίας Vor V Zakone – Thief in law.

Ειδικότερα κατά την παράνομη δράση τους τα μέλη των οργανώσεων σχημάτιζαν ομάδα τριών έως πέντε ατόμων, χρησιμοποιούσαν «επιχειρησιακά» οχήματα για να προσεγγίζουν τις οικίες, τις οποίες είχαν στοχοποιήσει και αφού ενεργούσαν διερευνητικές διαδρομές σε παρακείμενες οδούς, αποβίβαζαν τα άτομα που θα ενεργούσαν την κλοπή, ενώ οι υπόλοιποι αναλάμβαναν ρόλο παρατηρητή-«τσιλιαδόρου».

Ως προς την επιλογή των οικιών – στόχων συνήθως δρούσαν με κριτήρια το βαθμό δυσκολίας της διάρρηξης και την απουσία ενοίκων εντός των οικιών. Προκειμένου μάλιστα να εξακριβώσουν την απουσία των ενοίκων χτυπούσαν τα κουδούνια των διαμερισμάτων, ενώ για την είσοδο τους σε αρκετές περιπτώσεις προσποιούνταν τους πωλητές ή άλλους εργαζομένους.

Όπως προέκυψε η τέλεση των κλοπών λάμβανε χώρα κυρίως πρωινές-μεσημβρινές ώρες, κατά τις οποίες οι ένοικοι των οικιών βρίσκονταν στις εργασίες τους ή σε καθημερινές ενασχολήσεις.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι κομβικό ρόλο στην εγκληματική δραστηριότητα των ομάδων, φαίνεται να είχαν οι πληροφοριοδότριες των «επιχειρησιακών» μελών, οι οποίες εκμεταλλευόμενες το γεγονός απασχόλησής τους ως οικιακές βοηθοί ή αποκλειστικές νοσοκόμες σε υπερήλικα ή αναξιοπαθούντα άτομα, χορηγούσαν έναντι αμοιβής ευαίσθητες πληροφορίες.

Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα δεν δίσταζαν να προμηθεύουν τα μέλη της οργάνωσής τους με καλούπια κλειδιών (από πλαστελίνη, σαπούνι κ.λπ.) ώστε με την αναπαραγωγή τους, οι δράστες να εισέρχονται άμεσα και χωρίς πρόβλημα στις οικίες που επιθυμούσαν να διαρρήξουν.

Μετά την τέλεση των αξιόποινων πράξεων τους, οι δράστες συνήθως παρέδιδαν τα κλοπιμαία σε κατ’ επάγγελμα κλεπταποδόχους, οι οποίοι έχοντας αναπτύξει «κατάλληλο δίκτυο πελατών», τα διέθεταν περαιτέρω, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό παράνομα οικονομικά οφέλη.

Μάλιστα, είχαν εκ των προτέρων δημιουργήσει την υποδομή για την διάθεση της «λείας» τους, σε συγκεκριμένους κλεπταποδόχους, με τους οποίους είχαν αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης εξ αιτίας της μακρόχρονης «συνεργασίας» τους.

Με τον τρόπο αυτό, οι αυτουργοί των κλοπών κατείχαν για ελάχιστο μόνο χρονικό διάστημα, τα πειστήρια των εγκληματικών τους πράξεων, με συνέπεια σε περίπτωση τυχαίου αστυνομικού ελέγχου ή έρευνας να μην μπορούν να συνδεθούν άμεσα με αυτές και να αποδυναμώνεται δικονομικά η ποινική υπόθεση.

Τονίζεται ακόμα, ότι για να αποφύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψη τους από τις διωκτικές αρχές, τα μέλη της οργάνωσης άλλαζαν συχνά τα «επιχειρησιακά» τους οχήματα, τις οικίες στις οποίες διέμεναν, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν τηλεφωνικές συνδέσεις «ghost phones».

Επιπρόσθετα, προκειμένου να δυσχεραίνεται το έργο των διωκτικών αρχών, πολλές φορές στους κόλπους του δικτύου συμμετείχαν αλλοδαποί, οι οποίοι κατέφθαναν από το εξωτερικό επικαλούμενοι τουριστικούς λόγους και αφού διέπρατταν εγκληματικές πράξεις, στη συνέχεια επέστρεφαν στη χώρα καταγωγής τους.

Τα έσοδα που αποκόμιζαν τα μέλη τους εγκληματικού δικτύου από την παράνομη δράση τα μετέφεραν μέσω εμβασμάτων, σε τράπεζες του εξωτερικού.

Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις οικίες των κατηγορουμένων, μεταξύ άλλων βρέθηκαν και κατασχέθηκαν πληθώρα διαρρηκτικών εργαλείων, αντικλειδιών, κλειδιών πασπαρτού, λοστών, κοπτών, καθώς και κοσμήματα, χρυσαφικά, ρολόγια, δελτία αστυνομικής ταυτότητας, τραπεζικές κάρτες και άλλα τιμαλφή, μεγάλα χρηματικά ποσά και πυροβόλα όπλα.

Δείτε τις φωτογραφίες

Μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις στο Google News! Ακολουθήστε τους λογαριασμούς μας σε Facebook, Twitter και Viber!

Αφήστε μία απάντηση

εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλούμε προσθέστε το όνομά σας

29,502ΥποστηρικτέςΚάντε Like
650ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
323ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής