Θανάσης Σαράντος: Το θέατρο στην Ελλάδα από μέσο αντίστασης έχει καταντήσει μέσο χειραγώγησης

Δεν γνώριζα την πορεία και τη δουλειά του Θανάση Σαράντου, μέχρι που παρακολούθησα την παράσταση «Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα». Μόλις τα φώτα της παράστασης έσβησαν, διαπίστωσα πως πρόκειται για έναν από τους τελευταίους ρομαντικούς του θεάτρου. Ανεβάζει μία παράσταση με λιτά σκηνικά, αλλά εστιασμένη στην ουσία και τη δυναμική του έργου του Μακρυγιάννη.

PACIFIC-SUN

Με τη σκηνοθεσία πως καταπιάστηκες;
Ήταν 1997, όταν έπεσε στα χέρια μου το κείμενο του Αλμπέρ Καμύ, ο «Καλιγούλας» και αποφάσισα πως ήθελα να το δοκιμάσω στην πράξη. Η πρώτη μου λοιπόν σκηνοθετική απόπειρα έτυχε ευρείας αποδοχής αρχικά στην Θεσσαλονίκη με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος αλλά και στην Αθήνα. Όταν βρέθηκα για δεύτερη φορά στην Αμερική το 1999-2000, στο εργαστήρι Watermill του δασκάλου μου Robert Wilson, επηρεάστηκα πολύ από αυτόν και ήθελα να δω κάποια έργα να παίζονται με τη δική μου ματιά.

Ωστόσο η βασική σου ιδιότητα είναι ηθοποιός.
Η σκηνοθεσία μου προκύπτει από την πορεία μου ως ηθοποιός ξεκινώντας μετά την επάνοδο μου στην Ελλάδα με το Θέατρο Τέχνης. Μπορώ να αντιληφθώ το θέατρο μόνο μέσα από την ανθρώπινη διάστασή του. Και αυτήν την διάσταση την υπηρετεί πρωτίστως ο ηθοποιός που βρίσκεται σε άμεση επαφή με το κοινό. Αδυνατώ να πιστέψω την σκηνοθεσία που δεν αντιλαμβάνεται τον ηθοποιό ως τον «βασιλιά» της παράστασης, αλλά εστιάζει μόνο στα σκηνικά και τα κοστούμια.

Πριν ασχοληθείς με τον καλλιτεχνικό χώρο, σπούδασες Αγγλική Φιλολογία. Οι δικοί σου άνθρωποι πως αντέδρασαν στην επιλογή σου για το θέατρο;
Υπήρχαν αντιδράσεις οι οποίες με τα χρόνια κάμφθηκαν. Μην ξεχνάς ότι στην Ελλάδα, η έννοια ηθοποιός ήταν και είναι πολύ παρεξηγημένη. Ιδιαίτερα τώρα που θεωρείται ως μια εύκολη καταφυγή για αναγνωρισιμότητα ή κέρδος. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως το να είσαι ηθοποιός, θα πρέπει να κάνεις τηλεόραση, να είσαι δηλαδή γνωστός. Πολύ απέχει από την πραγματικότητα που απαιτεί πολύ σκληρή δουλειά με τα κείμενα, αλλά κυρίως με τον εαυτό σου.

Τα τελευταία χρόνια παίζεις και σκηνοθετείς. Τα «Απομνημονεύματα» πως τα επέλεξες;
Η σκέψη μου να ασχοληθώ με το έργο του Μακρυγιάννη, δημιουργήθηκε πριν ακόμα μπούμε ως χώρα στα μαύρα χρόνια αυτής της νέας κατοχής. Αυτό το υπέροχο κείμενο των 460 πυκνογραμμένων σελίδων, θεώρησα πως είχε ενδιαφέρον να μεταφερθεί και στο θέατρο και άλλωστε, είναι μία συνέχεια της δουλειάς που κάνω με κάποια εμβληματικά ελληνικά κείμενα.

Υπάρχουν πιστεύεις κοινά στοιχεία με αυτά που βιώνουμε σήμερα;
Πάμπολλα. Παρόλο που το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν από περίπου διακόσια χρόνια, μεταδίδει ακόμα και σήμερα τον πόθο του κάθε ανθρώπου για ελευθερία και δημοκρατία. Στην εποχή της προδοσίας εκφράζει κάτι πραγματικά γνήσιο. Μιλά για τον συνεχή αγώνα στην ζωή του κάθε ανθρώπου, μιλά για αγώνα μέχρι εσχάτων. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν μόνο μπροστά από την εποχή τους, αλλά μέχρι και σήμερα έχουν πολλά πράγματα να πουν. Πρώτα από όλα μιλούν με το «εμείς» σε μια εποχή που κατακλύζεται από το «εγώ». Ο Μακρυγιάννης παραμένει αγωνιστής στην συνείδηση του Έλληνα, μας δίνει ελπίδα και κουράγιο. Υπάρχει τίποτα πιο επίκαιρο από το «όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούν. Τρώνε από εμάς και μένει μαγιά»;

Τα «Απομνημονεύματα» είναι μία παράσταση λιτή όσον αφορά τα σκηνικά, αλλά με ουσία και νοήματα. Λείπουν αυτές οι παραστάσεις;
Όπως σου είπα, προσωπικά εστιάζω μόνο στον ανθρώπινο παράγοντα. Αισθάνομαι πως αυτό είναι που λείπει από το ελληνικό θέατρο και όχι οι παραστάσεις. Πολλά έργα διασκευάζονται και αλλοιώνονται χωρίς να γίνεται καμία απολύτως προσπάθεια να κρατήσουν την ουσία τους. Στην ουσία χρησιμοποιούν το όνομα του συγγραφέα τους για να ξεπηδήσουν χιλιάδες εγώ. Παρατήρησε τι γίνεται στην Επίδαυρο τα τελευταία χρόνια με αυτούς τους ανόητους «πειραματισμούς» της κακιάς ώρας. Φυσικά δεν πρέπει να υπάρχουν ενστάσεις για νέες μεθόδους παραστατικότητας, αν φυσικά είναι πραγματικά νέοι μέθοδοι. Αναρωτιέμαι όμως, είναι όλοι οι χώροι για όλα; Και Μολιέρος και Ευριπίδης στην Επίδαυρο;

Ποια είναι η άποψή σου για το ελληνικό θέατρο;
Ζούμε στην εποχή του «φαίνεσθαι». Δεν είμαι σίγουρος αν πάνω από το 1% των παραστάσεων που γίνονται στην Ελλάδα, αφορά πραγματικά το θεατρικό κοινό και δη το ελληνικό κοινό σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές της πατρίδας μας. Οι περισσότερες παραστάσεις που παρουσιάζονται, δεν έχουν να πουν κάτι περισσότερο από τις αισχρές σειρές ή τα τηλεπαιχνίδια που παίζονται στην ελληνική τηλεόραση. Έπειτα υπάρχει και η νέα τάση της δήθεν «ιδρυματικής τέχνης» με κάτι κάκιστες παραστάσεις, ας πούμε μεταμοντερνισμού, που έχουν ανατεθεί εδώ και χρόνια σε μια συγκεκριμένη κάστα εγχώριων καλλιτεχνών, οι οποίοι αντιγράφουν με τον χειρότερο τρόπο ότι έχουν κρυφοκοιτάξει επιπόλαια στις σκηνές του παγκόσμιου θεάτρου. Και έρχεται αυτή η κλειστή ομάδα που λυμαίνεται επί χρόνια τις κρατικές σκηνές αφού επιχορηγούνται αφειδώς και με δημόσιο χρήμα και παρουσιάζουν τις μεγαλεπήβολες κόπιες τους ως την μεγάλη «πρωτοπορία» που στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουν γίνει από το 1960. Και ένα ασκέρι υπερφίαλοι καλλιτεχνικοί συντάκτες τους ακολουθεί, με τον αζημίωτο όπως φαίνεται φυσικά. Και ο κόσμος καμώνεται ότι χειροκροτεί με μανία. Και δεν ξέρει τι ακριβώς χειροκροτεί γιατί έτσι φαίνεται ότι πρέπει να φέρονται στα μεγάλα ιδρύματα «πολιτισμού». Το σωστό είναι να χειροκροτείς αλλιώς δεν θα ταιριάζεις ούτε με τα μάρμαρα, ούτε με τις βελούδινες πολυθρόνες ούτε με την high tech ατμόσφαιρα. Ίσως τελικά αυτό να είναι το πραγματικά ενδιαφέρον θέατρο σήμερα. Οι θεατές που παίζουν τους θεατές «σοβαρής» παράστασης.

Ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του θεάτρου στην εποχή της κρίσης;
Το θέατρο από την φύση του έχει μόνο το ρόλο της αφύπνισης, της σκέψης, της συναίσθησης του κόσμου και της πραγματικότητας, όσο οδυνηρής και αν είναι αυτή. Ωστόσο, τα τελευταία δέκα –τουλάχιστον- χρόνια το θέατρο στην Ελλάδα, από μέσο αντίστασης και σκέψης έχει καταντήσει ως το πιο κατάλληλο μέσο χειραγώγησης και πλήρους αποχαύνωσης. Για παράδειγμα, ο Μπρέχτ παίζεται μόνο και μόνο για να εξωραϊστεί, να απομακρυνθεί το κοινό από το πολιτικό νόημα του. Σε λίγο θα ακούμε για τους μέγιστους συγγραφείς και θα τρέχει ο κόσμος μακριά τους έτσι όπως τους αποδίδουν. Φυσικά αυτό επιθυμούν οι «εκλεκτοί» του σκότους που χρηματοδοτούν αφειδώς αυτά τα θεάματα. Αντί δηλαδή να είναι η τέχνη ένα πιστόλι για να πυροβολήσει, κοντεύει να μετατραπεί σε πιστόλι για να αυτοκτονήσει. Ας θυμηθούμε μόνο πως έκαιγαν οι Ναζί τα βιβλία στις πλατείες. Τώρα, όπως φαίνεται, τα καίνε και αλλιώς.

Έχει καμία σημασία ότι βρίσκεται στα χέρια ιδιωτικών ιδρυμάτων πολιτισμού.
Σαφώς και έχει σημασία. Στην Κολομβία, όταν υπήρξε η μεγάλη κρίση, τα κρατικά θέατρα πέρασαν άμεσα στα χέρια ιδιωτικών συμφερόντων. Τότε που η μεσαία τάξη είχε εξαφανιστεί και έμειναν οι σκλάβοι και εκείνοι, που ανάλογα με τις ορέξεις τους, αποφάσιζαν για το πώς θα χειριστούν τους σκλάβους. Με μπόλικη επίφαση δημοκρατίας και ελευθερίας φυσικά. Αυτό το βλέπουμε να υλοποιείται και εδώ σταδιακά μέσα στο γενικό ξεπούλημα του τόπου. Και κάποιοι επιβραβεύονται μάλιστα γι’ αυτό. Γεμίσαμε γενικώς βραβεία.

Να το φέρουμε το παράδειγμα στην Ελλάδα;
Τα τελευταία χρόνια στο χώρο υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν το θέατρο και ως μία προσοδοφόρα πηγή. Δεν τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ποιότητα, αλλά η ποσότητα. Οπότε επανερχόμαστε στο ίδιο πράγμα. Αν το θεατρικό κοινό, το οποίο συνεχώς συρρικνώνεται πάει σε δύο ή τρεις παραστάσεις που διαφημίζονται νυχθημερόν επί 24ώρου βάσης και δει κακό θέατρο δεν θα θυμώσει και θα δεν θ’ αποστραφεί από αυτό;

Αν δεν γίνονται παραστάσεις, που θα συμμετάσχει η υπερπληθώρα ηθοποιών;
Δεν είμαι σίγουρος για τα κριτήρια με τα οποία άνοιξαν αυτές οι «σχολές». Νομίζω ότι έχουμε πλέον 50 τουλάχιστον ιδιωτικές δραματικές σχολές. Άραγε υπάρχει κάποιος κρατικός έλεγχος ή μήπως είναι μία ζούγκλα εκμετάλλευσης νέων ανθρώπων.

Φταίνε και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης;
Τα μέσα παραπληροφόρησης θα εννοείς. Έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης του απαίδευτου πλέον κοινού. Φτάσαμε να βλέπουμε στην αρχή της σεζόν λίστες με τις σαράντα καλύτερες παραστάσεις, πριν ακόμη ξεκινήσουν, πριν τις κρίνει το ίδιο το κοινό. Ρίζωσαν οι μεταπράτες και οι παραγοντίσκοι για τα καλά. Και φυσικά αυτό επεκτείνεται και σ’ όλη την κοινωνία. Την «παραλυμένη» όπως περιγράφει και ο Μακρυγιάννης.

Η ευθύνη του κοινού και γενικότερα των πολιτών ποια είναι;
Ο κόσμος ξεγελάστηκε όχι όμως χωρίς ευθύνη. Δέχθηκε άκριτα και με περισσή ευκολία τις χάνδρες που του πρόσφεραν απλόχερα οι διάφοροι «άποικοι» και οι ίδιοι οι πολίτες επέλεξαν το ρόλο του «ιθαγενή». Τώρα οι «άποικοι» θέλουν να πάρουν και τον τόπο αφού τον εξαγόρασαν για τα καλά και αφού πρώτα εξαθλίωσαν εκείνους που τον κατοικούν. Εύκολα, γιατί εκείνοι που μπορούσαν τότε ν’ αντισταθούν και να προειδοποιήσουν εξαγοράστηκαν και βούλωσαν το στόμα τους. Δεν σε εκπλήσσει και εσένα γιατί επικρατεί τόση σιωπή από τους «πνευματικούς» ανθρώπους της εποχής μας. Από τόσους ακαδημαϊκούς; Τα βρίσκουν όλα μάλλον τόσο καλά.

Με τις παραστάσεις που κάνετε έχετε κερδίσει το «στοίχημα»;
Τις παραστάσεις μας, τις μαθαίνει ο κόσμος κυρίως από στόμα σε στόμα, αλλά και από τις περιοδείες που κάνουμε στην περιφέρεια. Με ενδιαφέρει πρωτίστως αυτό το κοινό που δεν έχουν άλλη ευκαιρία για θέατρο εκτός από τις καλοκαιρινές αρπαχτές. Και φυσικά υπάρχουν πολλές δυσκολίες να παρουσιάσω σωστά τις δουλειές της θεατρικής μας ομάδας «ηθικόν ακμαιότατον» με την μεγαλύτερη πληρότητά τους ελλείψει των τεχνικών μέσων που αναγκαζόμαστε να νοικιάσουμε τις περισσότερες φορές. Μπαίνουμε «μέσα» πολλές φορές. Παρόλα αυτά προσπαθούμε. Με αφύσικη επιμονή ίσως. Αποτελεί επίτευγμα που καταφέραμε την παράσταση «Ο Αμερικάνος» του Παπαδιαμάντη να ταξιδέψει επί 8 χρόνια σε 25 πόλεις ανά την Ελλάδα με πάνω από 450 παραστάσεις ως τώρα.

Σε παραστάσεις πιο ανάλαφρες ή σε σειρές τηλεοπτικές θα συμμετείχες;
Δεν μου είναι καθόλου εύκολο να κάνω παραστάσεις που δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν, όπως και στην τηλεόραση. Έχω συμμετάσχει επιλεκτικά σε κάποιες σειρές της κρατικής τηλεόρασης με τον Τάσο Ψαρρά, όπου υπήρχε σενάριο, σκηνοθέτης και πραγματικοί ηθοποιοί. Η τηλεόραση δεν είναι από μόνο του κακό ως μέσο. Θα μπορούσε να επιτελέσει πραγματικό μέσο επιμόρφωσης και πολιτισμού, αλλά κατάντησε ως το ισχυρότερο μέσο εκμαυλισμού συνειδήσεων. Ότι συμβαίνει δηλαδή παγκόσμια σε όλες τις τριτοκοσμικές χώρες. Το επόμενο στάδιο θα είναι σίγουρα και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Η μόνη αντίσταση είναι σίγουρα ένα καλό βιβλίο. Μετά ίσως να έρθει και ένα δεύτερο.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ


  • Η παράσταση «Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα» σε σκηνοθεσία και ερμηνεία του Θανάση Σαράντου θα παίζεται για δύο ακόμα παραστάσεις ως τις 6 Δεκεμβρίου στο Από Μηχανής Θέατρο (κάθε Τετάρτη στις 18:00)
  • Η παράσταση «Ο Αμερικάνος» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε σκηνοθεσία και ερμηνεία του Θανάση Σαράντου θα παιχτεί στο Από Μηχανής Θέατρο από 16 Δεκεμβρίου έως 7 Ιανουαρίου 2018 (κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 18:00)

Μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις στο Google News! Ακολουθήστε τους λογαριασμούς μας σε Facebook, Twitter και Viber!

Αφήστε μία απάντηση

εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλούμε προσθέστε το όνομά σας

29,243ΥποστηρικτέςΚάντε Like
650ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
318ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής